προσηνέμως

προσηνέμως
Ν
επίρρ. βλ. προσήνεμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσήνεμος — η, ο / προσήνεμος, ον, ΝΜΑ (για τόπο ή κτήριο) στραμμένος προς τον άνεμο, προς την κατεύθυνση από την οποία πνέει συνήθως ο άνεμος. επίρρ... προσηνέμως και προσήνεμα Ν προς μέρος προσήνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. εν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”